ψούνι(ο)

ψούνι(ο)
το, Ν
(διαλ. τ.) βλ. ψώνι(ο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψώνιο — και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν 1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια») 2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος 3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”